- απρολόγητος
- απρολόγιστος, απρόλογος, η , ο [ος , ον ] не имеющий вступления, пролога
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απρολόγιστος — απρολόγιστος, η, ο και απρολόγητος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει πρόλογο, που μπαίνει αμέσως στο θέμα (για βιβλία και ομιλίες) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)